κινησιοθεραπεία

κινησιοθεραπεία
Η θεραπεία ορισμένων παθήσεων του ερειστικού (οστών, αρθρώσεων) και του κινητικού συστήματος (μυών, νεύρων) με κινήσεις στις οποίες υποβάλλονται διάφορα τμήματα των άκρων ή του κορμού. Συνήθως συνδυάζεται με μαλάξεις, οι οποίες εκτελούνται από ειδικούς κινησιοθεραπευτές. Διακρίνεται στην παθητική και στην ενεργητική κ. Η πρώτη συνίσταται σε κινήσεις τις oποίες προκαλεί ο ειδικός στον ασθενή χωρίς αυτός να καταβάλλει προσπάθεια και εφαρμόζεται σε παραλύσεις νευρικής αιτιολογίας, σε αγκυλώσεις των αρθρώσεων κ.ά. Η ενεργητική κ. προϋποθέτει προσπάθεια από μέρους του ασθενούς, ο οποίος κινείται ακολουθώντας τα παραγγέλματα του ειδικού. Η κ. εφαρμόζεται για τη θεραπεία υπολειμμάτων παθήσεων και τραυματισμών που προκάλεσαν δυσκαμψία στις αρθρώσεις, μυϊκές ατροφίες ή παραλύσεις. Επιπλέον, μπορεί να συμπληρωθεί με μηχανική θεραπεία.
* * *
η
ιατρ. η θεραπεία ορισμένων παθήσεων τού ερειστικού συστήματος και τού κινητήριου συστήματος με κινήσεις που εκτελούνται σε διάφορα τμήματα τών άκρων ή τού κορμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kinesitherapy < kinesi- (< κίνησις) + -therapy (< νεολατ. therapia < θεραπεία < θεραπεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κινησιοθεραπεία — η θεραπεία παθήσεων των άκρων ή του κορμού με μεθοδικές κινήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάρθρημα — Μόνιμη απώλεια της φυσιολογικής επαφής των αρθρικών επιφανειών μιας άρθρωσης· αν η επαφή αυτή διατηρείται μερικώς, τότε πρόκειται για ατελές ε. Τα ε. μπορεί να είναι συγγενή και παθολογικά· τα τελευταία οφείλονται σε τοπικές παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • κινησιοθεραπευτής — ο, θηλ. λ. κινησιοθεραπεύτρια ιατρ. γιατρός ειδικευμένος στην κινησιοθεραπεία …   Dictionary of Greek

  • μασάζ — Το σύνολο των θεραπευτικών χειρισμών που εκτελούνται στην επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος, με το χέρι ή με μηχανικά μέσα. Το μ. δεν πρέπει να συγχέεται με την οργανοθεραπεία ή με την ιατρική γυμναστική, παρότι πρακτικά αυτές οι μορφές θεραπείας… …   Dictionary of Greek

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • φυσιοθεραπεία — Το σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που βασίζονται στη χρησιμοποίηση βιολογικών και φυσικών παραγόντων. Οι κυριότερες από αυτές είναι: η ραδιοθεραπεία, δηλαδή η χρήση του ραδίου, των ραδιενεργών σωμάτων κ.ά.· η ακτινοθεραπεία, δηλαδή η έκθεση σε …   Dictionary of Greek

  • ιερολαγόνιες αρθρώσεις — Ζεύγος σταθερών αρθρώσεων στο κάτω μέρος του σώματος, που βρίσκονται ανάμεσα σε κάθε πλευρά του ιερού και ενός λαγόνιου οστού. ιερολαγονίτιδα. Φλεγμονή των ι.α., που συνήθως προκαλείται από ρευματοειδή αρθρίτιδα και συχνά εξελίσσεται σε… …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδική — Κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των μορφολογικών και λειτουργικών αλλοιώσεων του κινητικού συστήματος (oστών, αρθρώσεων, μυών και τενόντων), θα πρέπει να τονιστεί ότι η οστεοαρθρική παθολογία των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”